αλλαξίματα

αλλαξίματα
τα (Α ἀλλάξιμα, τὰ)
ενδύματα, ιδίως εσώρουχα, που φορεί κανείς σε αντικατάσταση άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλλαξις ή απευθείας από το ρ. ἀλλάσσω. Η αρχ. λ. ἀλλάξιμα, τά χρησιμοποιείται ως ουσιαστ. κατά παράλειψη τής προσδιοριζόμενης λ. ἱμάτια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”